Ασκηση της Δευτερας 12.12.2011

Από το τεύχος το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε από το σύνδεσμο που υπάρχει στην άλλη στήλη του blog, επιλέξτε και παρουσιάστε μια από τις τέσερεις προσεγγίσεις στην αρχιτεκτονικό και αστικό σχεδιασμό που αναλύονται στο κείμενο. Μέσα από 1500 λέξεις δώστε τα κύρια κατά τη γνώμη σας χαρακτηριστικά της προσέγγισης που επιλέξατε έτσι ώστε να είναι δυνατό σε κάποιον αναγνώστη να κατανοήσει τα βασικά σημεία των αρχών, των ιδεών και των διαδικασιών που η προσέγγιση που επιλέξατε υιοθετεί και προτείνει για το σχεδιασμό. Τα εισαγωγικά κείμενα θα σας βοηθήσουν να καταλάβετε καλύτερα τις προσεγγίσεις που θα μελετήσετε.

Τα κείμενά σας θα πρέπει να αναρτηθούν στο blog το αργότερο μέχρι την Τετάρτη 21.12.2011.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΑΛΙΚΗ ΒΑΪΝΑ
_Η ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Τη δεκαετία του '50, διακρίνεται ένα θετικιστικό πνεύμα και ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις νέες τεχνολογίες και την αναζήτηση επιστημονικά κατευθυνόμενων δράσεων -απαλλαγμένων από μεταφυσικές ιδιότητες. Η επιτυχημένη εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων στον πολεοδομικό σχεδιασμό, ενέπνευσε παρόμοια ''συστηματική'' προσέγγιση σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού του χώρου. Καθώς εντοπίζεται μία σαφή αναλογία του πολεοδομικού με τον αστικό σχεδιασμό, αντιμετωπίζονται και οι δύο σαν διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων. Οι νέες συνθήκες παραγωγής του δομημένου περιβάλλοντος ξεφεύγουν από τα παραδοσιακά πλαίσια και προβάλλουν απαιτήσεις συστηματικής οργάνωσης, αποτελεσματικότητας και ελέγχου. Μέσω μίας διεπιστημονικής προσέγγισης επιχειρείται μία προγραμματισμένη και συντονισμένη παρέμβαση στο χώρο : ειδικοί από πολλούς διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους -κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, νομικοί, πολιτικοί στοχαστές, γεωγράφοι και αρχιτέκτονες- αναλαμβάνουν την υποχρέωση αυτή.
Ζητούμενο της συστηματικής προσέγγισης είναι να παράγει ένα θεωρητικό διεπιστημονικό υπόβαθρο για το σχεδιασμό. Ο φονξιοναλισμός θεωρείται ως καθοριστικός όλων των άλλων επιπέδων του χώρου. Έτσι,ξεκινά λοιπόν μία προσπάθεια ποσοτικοποίησης των παραμέτρων του σχεδιασμού, προκειμένου αυτές να καθιστούν συγκρίσιμες και ελέγξιμες. Μελετώνται οι αλληλοεξαρτήσεις των στοιχείων του συστήματος και παράγεται μία ιεραρχεία από ''κλειδωμένες'' σχέσεις που αποσκοπούν στη βέλτιστη ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Κρίνεται σημαντικό η διαδικασία χειρισμού της πληροφορίας να χαρακτηρίζεται από συστηματικότητα και διαφάνεια.
Η θέαση της σχεδιαστικής μεθόδου ως διαδικασία επίλυσης προβλήματος μας οδηγεί στον προσδιορισμό τριών φάσεών του : την ανάλυση, τη σύνθεση και την αξιολόγηση. Κάθε φάση οργανώνεται από μία σειρά βημάτων και απαιτείται η ολοκλήρωση της μιας πριν να αρχίσει η επόμενη φάση (γραμμικότητα στη διαδοχή των φάσεων). Το σχεδιαστικό αποτέλεσμα αξιολογείται ως προς τη συνέπειά του στους αρχικά προσδιορισμένους στόχους και απαιτήσεις. Η διαφάνεια στη διατύπωση της σχεδιαστικής στρατηγικής και στον προσδιορισμό των κριτηρίων,των προτεραιοτήτων και αξιολογικών κρίσεων έχει πληθώρα θετικών συνεπειών ως προς την ελεγξιμότητα-αξιολόγηση του τελικού προϊόντος, τη μείωση του χρόνου σχεδιαστικής μελέτης, την επικοινωνία ειδικών- σχεδιαστών και πελατών ,καθώς και ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης της εμπειρίας.
Το Bauhaus, στο οποίο ανατρέχουμε για να αναζητήσουμε τις ρίζες της συστηματικής προσέγγισης, προτείνει την αποδέσμευση από την παράδοση, την απόρριψη κάθε τοπικότητας ή ιστορικής μελέτης στο χώρο της αρχιτεκτονικής και την αποδέσμευση της εκπαίδευσης από παραδοσιακές αξίες. Σε αυτό το σημείο επισημαίνεται μία διαφοροποίηση της διαδικασίας ανάλυση-σύνθεση της συστηματικής προσέγγισης: το Bauhaus θεσμοθετεί ένα κτιριολογικό πρόγραμμα βάσει των λειτουργικών απαιτήσεων, το οποίο μορφοποιεί μέσω της σύνθεσης.Ακολουθεί η τρίτη φάση της αξιολόγησης.
Ο συνδυασμός επιστήμης-τεχνολογίας και σχεδιασμού φαντάζει απαραίτητος για την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δουλειάς των αρχιτεκτόνων. Τα σχεδιαστικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι πρώτον η ποσοτικοποίηση των ποιοτήτων και δεύτερον η μετάβαση από την ανάλυση στη σύνθεση (δλδ. τη σχεδιαστική διαδικασία). Ο πρώτος στόχος αναφέρεται π.χ. στην ποσοτικοποίηση σημειωτικής φύσεως παραμέτρων προκειμένου να έχουμε συγκρίσιμα και αξιολογήσιμα αποτελέσματα,διαφάνεια ενεργειών,αλγοριθμοποίηση του σχεδιασμού,γραμμικότητα στη διαδοχή των φάσεων και αντικειμενικότητα. Ο δεύτερος αφορά στη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στο σχεδιασμό, η οποία δεν είναι στην ουσία παρά μία μεταγλώττιση των πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλα επιστημονικά πεδία.
Η συστηματική προσέγγιση στο σχεδιασμό στηρίχθηκε κυρίως σε δύο βασικές θεωρήσεις: στη '' θεωρία των αποφάσεων'' και τη'' θεωρία συστημάτων''. Η μεν ασχολήθηκε με τη θεωρητικοποίηση του σχεδιασμού σαν διαδικασία λήψης απόφασης, ενώ η δε με τη μεθοδολογία της σχεδιαστικής διαδικασίας. Και οι δύο αυτές θεωρήσεις ενδιαφέρονται για τον προσδιορισμό της μηχανικής της διαδικασίας και όχι για την ουσία του προβλήματος.
Στο ερώτημα ποιά είναι η βέλτιστη σχεδιαστική πρακτική έρχονται να δώσουν απάντηση δύο διαφορετικές προσεγγίσεις : η μέθοδος των συστημάτων και η επιστήμη της συμπεριφοράς (μπιχεϊβοριστική). Η θεωρία των συστημάτων τυπικοποίησε τη σχεδιαστική διαδικασία. Βασική έννοια αυτής αποτελεί το ''σύστημα'' που ορίζεται ως ένα σύνολο μεταβλητών, οι οποίες αλληλεπιδρούν όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με το περιβάλλον τους. Η εισροή πληροφορίας αλληλεπιδρά λοιπόν με το σύστημα και παράγει εκροές με δυνατότητα παλινδρόμησης μέσα σε αυτό(κυκλική κίνηση της πληροφορίας). Η μπιχεϊβοριστική θεωρία από την άλλη πλευρά, εκλαμβάνει το σχεδιασμό σαν μεταβλητή διαδικασία που χαρακτηρίζεται συχνά από αλληλοσυγκρουόμενους στόχους. Εισάγει την έννοια του ''περιβάλλοντος της απόφασης''. Στόχος της είναι όχι η εύρεση της ιδανικής λύσης -την οποία απορρίπτει ως ανέφικτη- αλλά μίας ικανοποιητικής λύσης με συμβιβαστικές -άρα και πιο ρεαλιστικές- διαθέσεις.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Έλλη Αθανασιάδου - Η δημιουργική προσέγγιση

Η δεύτερη χρονικά προσπάθεια κατανόησης της διαδικασίας σχεδιασμού και ανάλυσής της στις βασικές της αρχές σημειώνεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 και μένει στην ιστορία ως «Δημιουργική Προσέγγιση» του σχεδιασμού. Εισάγει τη δημιουργικότητα και τη διαίσθηση του σχεδιαστή ως καθοριστικούς παράγοντες του σχεδιασμού. Έπεται της συστηματικής προσέγγισης και, στην ουσία, έρχεται σε αντιπαράθεση με αυτήν αντικρούοντας ορισμένες από τις μεθόδους της. Επίσης, αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο στη θεώρηση του σχεδιασμού, ανοίγοντας τους ορίζοντες για τις προσεγγίσεις που θα επακολουθήσουν τη δεκαετία του ’70.

Παρακάτω θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στις αρχές που χαρακτηρίζουν τη δημιουργική προσέγγιση του σχεδιασμού. Κατ’ αρχάς, προτείνει μια στροφή στις παραδοσιακές πρακτικές, εκσυγχρονισμένες βέβαια με βάση τα νέα επιστημονικά δεδομένα. Υποστηρίζει πως οι παράγοντες σχεδιασμού σημειωτικής φύσης δεν ποσοτικοποιούνται ενώ απαιτούν ως μέσο έκφρασης τη δημιουργικότητα του ατόμου. Αντίθετα, η προηγηθείσα συστηματική προσέγγιση εξέφραζε όλα τα δεδομένα με αριθμούς και επιζητούσε την επίλυση του προβλήματος μέσω μαθηματικών συναρτήσεων. Παράλληλα, η Δ.Π. στράφηκε στη διερεύνηση των διανοητικών διεργασιών του σχεδιαστή, σε αντιπαράθεση προς την ψυχρή διερεύνηση της διαδικασίας σχεδιασμού της Σ.Π. Έθεσε, δηλαδή, σε προτεραιότητα την ιδεολογία και την κοινωνική εμπειρία του σχεδιαστή και αποπροσανατολίστηκε από την μέχρι τότε αυστηρά ορθολογική ανάλυση του σχεδιαστικού προβλήματος. Εισηγήθηκε, ακόμα, την έννοια της «πολιτισμικής ορθότητας» του σχεδιαστικού αποτελέσματος και θεώρησε σημαντική την ικανότητα διαχείρισης του πολιτισμικού συστήματος αξιών από τη μεριά του αρχιτέκτονα. Η Δ.Π. έρχεται να αξιοποιήσει την επιστήμη της ψυχολογίας σε διαφορετικό πλαίσιο από τη Σ.Π. Ενώ προηγουμένως η ψυχολογία συνετέλεσε στην ανάπτυξη της «τεχνητής νοημοσύνης», με την ανάλογη ροπή προς τη χρήση της πληροφορικής στο χωρικό σχεδιασμό, τώρα μελετά και προάγει τις δημιουργικές δράσεις του σχεδιαστή. Το «κίνημα της δημιουργικότητας» προωθήθηκε εξαιτίας ορισμένων συνθηκών της εποχής: του γενικότερου φιλοσοφικού προβληματισμού, της ανάγκης για πρωτοπορία με στόχο την περαιτέρω τεχνολογική ανάπτυξη και της συνειδητοποίησης των δυσμενών συνεπειών που επέφερε ο μέχρι τότε τεχνοκρατικός σχεδιασμός. Εξαιτίας ακριβώς του μεταβατικού χαρακτήρα του ρεύματος, οι αρχές που το θεμελιώνουν χαρακτηρίζονται από ετερογένεια. Πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση γίνεται από την ορθολογική – τυποκρατική χωρική σύνθεση στη σύνθεση βασισμένη στις επιστήμες του ανθρώπου, με την παράλληλη συγκρότηση ενός σύγχρονου θεωρητικού λόγου. Η Δ.Π. απορρίπτει τη δυνατότητα μιας άψογης διαδικασίας σχεδιασμού, χωρίς παλινδρομήσεις, κατηγορώντας τη συστηματική επίλυση του προβλήματος για την έλλειψη πρωτοτυπίας και τη συμβατικότητα των λύσεων στις οποίες καταλήγει. Η συμβατικότητα συναρτάται των αστάθμητων παραγόντων που η Σ.Π. δε λαμβάνει υπόψιν, όπως οι μεταβλητές και ετερόκλητες επιθυμίες των χρηστών. Αντίθετα, η Δ.Π. υπολογίζει τις αναμονές του κοινού γι’αυτό και αποτελεί πρόδρομο της επικείμενης Συμμετοχικής Προσέγγισης. Επίσης, ανάγει τις ποιότητες που πρέπει να τηρηθούν για ένα καλό αποτέλεσμα σε πολυδιάστατους κοινωνικο-ιδεολογικούς παράγοντες και όχι απλές μονάδες που αρκεί κανείς να τις επεξεργαστεί με μαθηματικοποιημένες μεθόδους. Μάλιστα, προάγει τους ελεύθερους χειρισμούς που αξιοποιούν τις δημιουργικές ικανότητες του αρχιτέκτονα. Άλλη βασική θέση της Δ.Π. είναι η αντίληψη του χώρου ως κάτι πολύπλοκο και ασαφές, απομακρυσμένο από τη «γεωμετρική καθαρότητα» της Σ.Π. Η ασάφεια του χώρου συνίσταται στο συνδυασμό ποικιλίας ποιοτήτων που ξεφεύγουν από τη λειτουργικότητα του χώρου, καθώς οι χρήστες χαρακτηρίζονται από πλήθος άλλων πολύμορφων ενδιαφερόντων. Όσο για την επιστημονική φυσιογνωμία της Δ.Π., έχει ως υπόβαθρο την επιστήμη της ψυχολογίας σε αντίθεση με τη Σ.Π. που βασίζεται στην επιχειρησιακή έρευνα και τη θεωρία των συστημάτων. Θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε το σχεδιαστή της Δ.Π. ως έναν απομονωμένο στοχαστή ενώ στην πραγματικότητα εξωτερικεύει τα ερεθίσματα που συγκεντρώνει από το περιβάλλον του με σκαριφήματα. Μάλιστα, το αρχιτεκτονικό σχέδιο ενσωματώνεται ξανά στη συνθετική πρακτική για να αναδειχθεί αργότερα σε εικαστικό προïόν. Λογικός είναι ο προβληματισμός των εισηγητών της Δ.Π. για τον προσδιορισμό της ασαφούς έννοιας της δημιουργικότητας. Στα πλαίσια του σχεδιασμού, λοιπόν, η δημιουργικότητα ορίζεται ως τη δυνατότητα του ατόμου να συνδυάζει τις κατακτημένες γνώσεις του για να προκύψουν νέες ιδέες. Πρόκειται για μια δεξιοτεχνία εξελίξιμη και έναν μηχανισμό διαφοροποίησης και δε σημαίνει τη στιγμιαία έξαρση ιδεών αλλά ενυπάρχει ως βοηθητικό μέσο στην κοπιαστική και χρονοβόρα δραστηριότητα της σύνθεσης. Επιπλέον, εύλογα τέθηκε το δίλημμα για την έμφυτη ή επίκτητη φύση της δημιουργικότητας. Αξιοσημείωτη είναι , επίσης, η διαίρεση της (γραμμικής) διαδικασίας σχεδιασμού στις φάσεις της «πρώτης ενόρασης» (κατανόηση του προβλήματος), της «προετοιμασίας» (συνειδητή ανάπτυξη ιδεών για την επίλυση), της «επώασης» (διανοητική διεργασία), της «έμπνευσης» (στιγμιαία ιδέα ή δημιουργικό άλμα) και της «επαλήθευσης» (έλεγχος αποτελεσματικότητας της λύσης). Τέλος, η Δ.Π. αποδείχτηκε ανεπαρκής στην επιχειρηματολογία της να πείσει για τις αρχές και τις μεθόδους που εισήγαγε, καθότι στηρίχθηκε επιστημονικά στη ψυχολογία η οποία δεν μπορούσε να μελετήσει τα προϋπάρχοντα διανοητικά σχήματα, τις «προεικόνες» και τις προσλαμβανόμενες πληροφορίες του σχεδιαστή, που η ίδια η Δ.Π. ανήγαγε σε καθοριστικούς παράγοντες του σχεδιασμού. Προετοίμασε, όμως, το έδαφος για τις προσεγγίσεις που θα ακολουθήσουν, αναθέτοντας στις κοινωνικές επιστήμες τη μελέτη των παραπάνω εξωγενών παραγόντων.

Έλλη Αθανασιάδου - σύγκριση κειμένων


ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ SCHUMACHER – ΤΕΡΖΙΔΗ

Μελετώντας κανείς τα κείμενα των Schumacher και Τερζίδη έρχεται αντιμέτωπος με ένα νέο κίνημα που αναδύεται στον τομέα της αρχιτεκτονικής, αυτό του Παραμετρισμού ή αλλιώς του Αλγοριθμικού Σχεδιασμού. Παρακάτω θα συμπυκνώσουμε τα σημαντικότερα σημεία των δύο κειμένων και παράλληλα θα εντοπίσουμε πιθανές κοινές και αποκλίνουσες οπτικές.

Ο Schumacher διερωτάται αν ο Παραμετρισμός θα αποτελέσει το κυρίαρχο στυλ του 21ου αιώνα. Άλλωστε, η αρχιτεκτονική συνίσταται από διάφορα στυλ, οπότε και αυτό το νέο κίνημα που αναδύεται μέσα από την avant – garde αρχιτεκτονική της εποχής μας χρειάζεται ένα όνομα και μάλιστα περιεκτικό των βασικών αρχών του. Παρότι ο Παραμετρισμός θα αναδειχθεί ως στυλ, δε θα πρέπει να συγχέουμε την έννοια του στυλ με την αισθητική και την εφήμερη μόδα. Ο S. λοιπόν υποστηρίζει ότι τα αρχιτεκτονικά στυλ δεν είναι μόδες και ότι θα ήταν προτιμότερο να κάναμε λόγο για Προγράμματα Σχεδιαστικής Έρευνας από δω και στο εξής κατ’ αναλογία με τα επιστημονικά προγράμματα που χαρακτηρίζονται από ορισμένους στόχους και μεθόδους. Σύμφωνα με το συγγραφέα ο Π. εμφανίστηκε ως απάντηση στην κρίση του Μοντερνισμού και χαρακτηρίζεται ως το νέο κυρίαρχο στυλ στη μετά του μοντέρνου εποχή, καθότι το Μεταμοντέρνο και η Αποδόμηση αποτέλεσαν απλά μεταβατικά στάδια. Ένας βασικός προβληματισμός που θέτει ο S. αφορά στην πιθανή εξάντληση της εποχής των κυρίαρχων κατά εποχή στυλ στην αρχιτεκτονική και της αποδοχής του στυλιστικού πλουραλισμού στα πλαίσια του αιώνα μας. Ο S. διαφωνεί με την επικράτηση μιας στυλιστικής ανομοιογένειας ενώ εισηγείται τη συγκρότηση ενός στυλ παγκόσμιου πλέον βεληνεκούς με κοινά χαρακτηριστικά, φιλοδοξίες, αξίες και αρχές που θα εξελίσσεται μέσα από το συναγωνισμό των σχεδιαστών προς μία κοινή κατεύθυνση διεθνώς. Έτσι, εισάγεται και επισήμως η έννοια του Π. που δεν είναι απλώς ένα σύνολο τεχνικών και εργαλείων με τα οποία χειριζόμαστε τα διάφορα δεδομένα για να προκύψει μια καλή αρχιτεκτονική, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο ριζικά καινοτόμων αξιών και φιλοδοξιών σχετικά με τη μορφή και τη λειτουργία της αρχιτεκτονικής. Ο απώτερος στόχος του κινήματος είναι η οργάνωση της πολυπλοκότητας και της ποικιλίας του τρόπου ζωής και σκέψης της κοινωνίας του σήμερα. Μάλιστα, ο S. καταρτίζει αναλυτικό πίνακα με δόγματα και προς αποφυγή χαρακτηριστικά (ταμπού) του νέου κινήματος ως προς τη μορφή και τη λειτουργία. Υποστηρίζει, επίσης, ιδιαίτερα την αναγκαιότητα αυστηρής τήρησης των παραπάνω αρχών, ώστε να ελέγχεται η παγκόσμια εφαρμογή του ρεύματος και να αναδειχθεί η ανωτερότητά του ως προς τα προηγούμενα στυλ. Μία θεμελιώδης, μάλιστα, αρχή του Π. θεωρείται η διάκριση των διαφόρων συστατικών στοιχείων μια σχεδιαστικής πρότασης σε υποσυστήματα, τα οποία αλληλοσυνδέονται μέσω αλγορίθμων με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα πυκνό δίκτυο (παραμετρικών) συσχετίσεων απρόβλεπτων και πολύπλοκων αλλά όχι τυχαίων. Αυτή η πολυπλοκότητα, άλλωστε, επιβάλλεται από την αντίστοιχη πολυπλοκότητα της καθημερινής ζωής στην οποία τα προηγούμενα κινήματα δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλέον. Όσο για τον προβληματισμό περί στυλιστικού πλουραλισμού, ο S. έρχεται να τον καταδικάσει ως αρνητικό σύμπτωμα της εποχής που οδηγεί στην κακοφωνία του αστικού ιστού. Τέλος, ο συγγραφέας αντικρούει την άποψη που θέλει την παραμετρική αρχιτεκτονική ως μια εκκεντρική υπογραφή φιλόδοξων και περίεργων αρχιτεκτόνων, καθώς τα αντίστοιχα projects που έχουν υλοποιηθεί ξέφυγαν πλέον από το πειραματικό στάδιο και απέδειξαν ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες της πραγματικότητας.

Ο Τερζίδης από την άλλη δεν κάνει λόγο καν για Παραμετρισμό παρότι στην ουσία πραγματεύεται το ίδιο ζήτημα. Μιλάει για την «εκφραστική μορφή», την αλγοριθμική επίλυση σχεδιαστικών προβλημάτων (computation) και την τεχνική υποστήριξη από του Η/Υ (computerization). Aκόμα, δεν τοποθετείται τόσο απόλυτα θετικός όπως ο Schumacher απέναντι σε αυτό το καινούριο ρεύμα αλλά εξετάζει πιθανούς προβληματισμούς και μελανά του σημεία. Πρώτα, μας αναλύει την έννοια της φόρμας ως αφηρημένης με ορισμένα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Υποστηρίζει μάλιστα πως όταν της αποδίδουμε υλική υπόσταση, περιορίζουμε τις ελευθερίες της καθώς και τη φαντασία του παρατηρητή, καθότι η καταλληλότερη γλώσσα για να εκφράσει κανείς δημιουργικές ιδέες είναι αυτή που κυρίως υπονοεί και δε χρησιμοποιεί λέξεις. Με άλλα λόγια, όσο λιγότερη οπτική πληροφορία δίνει η φόρμα, τόσο μεγαλύτερες δυνατότητες έχει ο θεατής να συμμετάσχει στην οπτική της σύνθεση. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτή μία μάλλον θετική αντιμετώπιση του συγγραφέα προς τον Παραμετρισμό του S. και τις φόρμες που τον χαρακτηρίζουν. Στη συνέχεια, παρουσιάζει δύο προσεγγίσεις για την κατανόηση και εφαρμογή των νέων μορφολογικών δυνατοτήτων. Η πρώτη προτείνει την επανεκτίμηση των παλιών θεωριών με στόχο την ιστορική συνέχεια, ενώ η δεύτερη την αναζήτηση νέων, ξένων προς την αρχιτεκτονική, μηχανισμών με βασικό στοιχείο την εισαγωγή της τέταρτης διάστασης και της έννοιας του χωροχρόνου. Επίσης, ο Τ. μας προτείνει να εξετάσουμε ήδη υπάρχουσες έννοιες με βάση τα νέα δεδομένα, δηλαδή τη δυναμική εισαγωγή της τεχνολογίας (computation και computerization) στη σχεδιαστική διαδικασία. Έτσι, κάνει λόγο για τη μορφοποίηση, δηλαδή τη σταδιακή αλλαγή στη μορφή, τη λειτουργία, το χαρακτήρα ενός αντικειμένου, την κινητική φόρμα, με την επέκταση του όρου της φόρμας πέρα από τα όρια της ακινησίας που παραδοσιακά ήταν εγκλωβισμένη και το δίπλωμα – ξεδίπλωμα, εισάγοντας την επιστήμη της κινηματικής στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής παραγκωνίζοντας την αισθητική ως κυρίαρχη έννοια. Εντοπίζουμε εδώ μια αντιστοιχία με τον πίνακα του S. επί των δογμάτων και ταμπού του Π. Ο Τ. προσπαθεί να δώσει τα βασικά στοιχεία της μορφής του Π. μέσα από την αναφορά στις παραπάνω έννοιες καθώς και με την πιο πάνω αναφορά στην εκφραστική φόρμα. Δε θα μπορούσε, φυσικά, να λείπει και από το κείμενο του Τ. η αναφορά στον αλγόριθμο. Ο αλγόριθμος ορίζεται ως μια διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος με πεπερασμένο αριθμό βημάτων. Συνήθως, οι αλγόριθμοι αποσκοπούν στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, στο σχεδιαστικό όμως τομέα επιχειρούν την εξερεύνηση του άγνωστου, του απρόβλεπτου (για παράδειγμα η μορφοποίηση ενός αντικειμένου). Ο Τ. όπως και ο S. εισάγουν την έννοια του αλγορίθμου και τη σπουδαιότητά του ως εργαλείου σχεδιασμού, όμως ο πρώτος επισημαίνει και τον εύλογο προβληματισμό αντικατάστασης της ανθρώπινης δημιουργικότητας από τον Η/Υ. Δίνει άμεσα όμως και ως απάντηση τη χρυσή τομή μεταξύ απόλυτου ορθολογισμού και αυθαίρετων επιλογών βασισμένων στη δημιουργικότητα. Αναδεικνύει λοιπόν ως ασφαλή και γόνιμη οδό το συνδυασμό τόσο ανθρώπινων (συναίσθημα, χιούμορ, ειρωνεία, αναλογία, μεταφορά) όσο και ψηφιακών χαρακτηριστικών (λογική, οργάνωση, μεθοδικότητα, παραγωγικότητα). Στόχος δηλαδή θα πρέπει να είναι η δημιουργική αλληλεπίδραση ανθρώπου και Η/Υ, με τον δεύτερο να ανατροφοδοτεί τη φαντασία του πρώτου και να επεκτείνει τα όριά της, ζήτημα που δεν πραγματεύεται ο S. στο κείμενό του. Μια ακόμη επισήμανση που δε γίνεται στο κείμενο του S. εντοπίζεται στη διάκριση των εννοιών computation και computerization. Συγκεκριμένα, ο πρώτος όρος αφορά τη χρήση μαθηματικών – λογικών μεθόδων για την επίλυση ενός προβλήματος μέσω μιας μη προσδιορισμένης διαδικασίας, ενώ ο δεύτερος αφορά την εισαγωγή ενός προβλήματος στον Η/Υ για την επίλυσή του μέσω μιας επαρκώς προσδιορισμένης διαδικασίας. Η παραπάνω επισήμανση θα τον οδηγήσει στον καλύτερο ορισμό του αλγοριθμικού σχεδιασμού ο οποίος συνδυάζει τους δύο παραπάνω όρους. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την κωδικοποίηση της σχεδιαστικής διαδικασίας μέσω βασικών αρχών της αρχιτεκτονικής (τυπολογίες, κατασκευαστικός κώδικας) με σκοπό την ανάπτυξη ψηφιακών τρισδιάστατων μορφών. Βασική θέση επομένως του συγγραφέα είναι ο συνδυασμός της ευφυούς φόρμας με την ελέγξιμη δημιουργικότητα και η απόρριψη του δίπολου φορμαλισμός – ορθολογισμός στον κόσμο της αρχιτεκτονικής. Ο Τ. θέτει προβληματισμούς για την αξία του αλγορίθμου που ο S. αγνοεί. Συγκεκριμένα, αντιπαραθέτει τον αλγόριθμο με οποιοδήποτε άλλο εργαλείο του ανθρώπου, για να καταλήξει ότι ο αλγόριθμος παρέχει μη προκαθορισμένες δυνατότητες στο χρήστη, εντυπωσιάζει με το φάσμα των επιλογών που προσφέρει και εγκυμονεί το φόβο να χάσει ο χρήστης τον έλεγχο. Επίσης, ο συγγραφέας αναρωτιέται αν η σύνταξη και εφαρμογή ενός αλγορίθμου είναι χαμένος χρόνος, καθότι τον αντίστοιχο χρόνο θα μπορούσε ο σχεδιαστής να τον αφιερώσει στην σύνθεση της ίδιας της αρχιτεκτονικής λύσης. Ο Τ. θέτει παράλληλα ηθικούς προβληματισμούς, όπως το αν είναι σωστό να προκύπτει αρχιτεκτονική καινοτομία από μηχανές και όχι από τον άνθρωπο, το πώς οι Η/Υ θα διαχειριστούν πολιτισμικά στοιχεία (αναγκαία στην αρχιτεκτονική) και το αν τελικά η αρχιτεκτονική θα παράγεται από δω και στο εξής μόνο σε χώρες με αναπτυγμένη τεχνολογία. Ένα κοινό σημείο των δύο κειμένων συνιστά και η τάση για απελευθέρωση του ανθρώπινου μυαλού από τα όρια της γνώσης και της φαντασίας. Σύμφωνα όμως με τον Τ. σε αυτή τη θεωρία ενυπάρχει μία αντίφαση: από τη μια εκθειάζει τη παντοδυναμία του ανθρώπινου νου (καθώς κυριαρχεί επί των μηχανών) και από την άλλη τον περιορίζει καθώς επιτρέπει την ελευθερία της φόρμας μέχρι εκεί που γίνεται κατανοητή και εμηνεύσιμη από τον άνθρωπο – παρατηρητή. Ο Τ. συμφωνεί με τον S. στη δήλωση ότι ο Παραμετρισμός δεν αποτελεί απλά μια μόδα στην αρχιτεκτονική, αλλά σηματοδοτεί την αρχή μιας ολόκληρης εποχής με βασικό χαρακτηριστικό την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης νόησης. Παρόλη την επιδοκιμασία του νέου ρεύματος του αλγοριθμικού σχεδιασμού, ο συγγραφέας εκφράζει αμφιβολίες για τη λειτουργικότητα των avantgarde περίεργων πέραν της φαντασίας μορφών, καθώς κατασκευαστικοί, οικονομικοί και πολιτιστικοί παράγοντες αντιτίθενται για να προσαρμοστούν σε αυτές και κάποιοι ίσως υποχωρήσουν. Τελικά, ο συγγραφέας απενοχοποιεί την αλγοριθμική διαδικασία από την ελαχιστοποίηση του ρόλου του σχεδιαστή αφού αυτός είναι που δημιουργεί τις παραμέτρους και άρα διατηρεί τον έλεγχο και καθοδηγεί την έρευνα. Γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον αλγόριθμο ως συνεργάτη του σχεδιαστή που στόχο έχει να απαντά σε κάθε πιθανό συνδυασμό δεδομένων (ερεθίσματα) που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να προβλέψει. Αμφιβολίες εκφράζει ο Τ. και σχετικά με τη λειτουργία της κυκλικής διαδικασίας trial and error που ίσχυε μέχρι τώρα στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική σύνθεση. Εκφράζονται φόβοι πως αυτή η τεχνική θα περιορίσει τις γεωμετρικές δυνατότητες (αδυναμία αλγορίθμου να κωδικοποιήσει ποικιλία μορφής), θα υπάρξει πρόβλημα αξιολόγησης του φαινοτύπου (πόσο σημαντική αξιολογείται η κάθε ιδιότητα κτιρίου) και θα προκύψουν προβληματισμοί σχετικά με τον αστάθμητο παράγοντα της αισθητικής του κτιρίου. Το τελικό συμπέρασμα πάντως του συγγραφέα αναδεικνύει τον αρχιτέκτονα ως αναπόσπαστο μέσο της σχεδιαστικής διαδικασίας καθώς προαπαιτείται η αναγνώριση των χωρικών απαιτήσεων και οι ειδικευμένες γνώσεις του ώστε ο αλγόριθμος να καταλήξει στη σύνθεση μιας φόρμας.

Συμπερασματικά, και οι δύο συγγραφείς πραγματεύονται το νέο ρεύμα του Παραμετρισμού. Το αναδεικνύουν σε κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στυλ του 21ου αιώνα που δεν εισάγει απλά νέες αισθητικές αξίες αλλά κυρίως σηματοδοτεί μια επανάσταση στον τομέα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Πλέον, ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του τους Η/Υ και επικοινωνεί με αυτούς μέσω του πολύτιμου εργαλείου του αλγορίθμου. Και οι δύο δεν πιστεύουν πως το κίνημα αυτό είναι μία εφήμερη μόδα, αλλά ο Schumacher το υποδέχεται με μεγαλύτερο ενθουσιασμό σε σύγκριση με την επιφυλακτικότητα του Τερζίδη, που εκφράζονται μέσω προβληματισμών που αφορούν στην πιθανή κατάργηση του ρόλου του αρχιτέκτονα, την ενδεχόμενη προβληματική λειτουργικότητα των κτιρίων του νέου ρέυματος και την αδυναμία αφομοίωσης πολιτιστικών και άλλων υποκειμενικών παραγόντων από τη νέα αρχιτεκτονική.

Αλίκη Βαϊνά

_παραμετρικός σχεδιασμός.

Η νέα εποχή που διανύουμε έρχεται να αμφισβητήσει το παλαιό σύστημα αξιών- σύμφωνα με το οποίο, ο άνθρωπος αναζητούσε το ιδανικό,την αλήθεια...Πλέον ζούμε σε μία πρωτοεμφανιζόμενη πολυμορφία, γιορτάζοντας το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και την υποκειμενικότητα. Σε αυτή την αλλαγή πλεύσης καθοριστικό ρόλο παίζει η ψηφιακή τεχνολογία και οι απελευθερωτικές δυνατότητες που προσφέρουν η αυτοματοποίηση και οι αλγόριθμοι. Ένα νέο αρχιτεκτονικό ιδίωμα γεννιέται μέσα από αυτή τη νέα ιδεολογία: ο ''παραμετρισμός'' διεκδικεί τη θέση ενός νέου παγκόσμιου στύλ.
Μιά προσέγγιση της έννοιας του παραμετρισμού και του αλγοριθμικού σχεδιασμού επιχειρούν οι Κ.Τερζίδης στο έργο του ''Expressive Form'' και ο Patrick Schumacher στο άρθρο του ''The Parametricist Epoch'' μέσω της αρχιτεκτονικής προβληματικής που θέτουν.
Ο Κ.Τερζίδης επιχειρεί να μας εισαγάγει στην εξευρεύνηση-αναζήτηση της αρχιτεκτονικής μορφής, διασαφηνίζοντας λέξεις-κλειδιά όπως η ''εκφραστικότητα'' και η ''σιωπηρή'' προσέγγιση.Το '' εκφραστικό'', που σχετίζεται με την ταυτότητα και τον χαρακτήρα, αποκαλύπτει μία τάση, αλλά την αφήνει να εννοηθεί μέσα από σιωπηρές συμπεριφορές, χωρίς βερμπαλισμούς. Με το ''εκφραστικό'' μπορεί κανείς να επικοινωνήσει έννοιες που δε δύναται να περιγραφούν με λόγια. Ομοίως, η μορφή αποδεσμεύεται από την υλική της υπόσταση και παροτρύνει το δημιουργό σε μία διαισθητική, παρά αντιληπτική, προσέγγισή της. Σε αυτή την εξερεύνηση της μορφής παίζουν κυρίαρχο ρόλο σήμερα οι ψηφιακές τεχνολογίες. Ο Κ.Τερζίδης παραθέτει δύο διαφορετικούς τρόπους θέασης των νέων ψηφιακών δυνατοτήτων. Ο πρώτος, επιζητώντας την ιστορική συνέχεια, προσεγγίζει τα ψηφιακά μέσα σαν εργαλεία αναπαράστασης, θεωρώντας δεδομένη την κυριαρχία του ανθρώπου έναντι της μηχανής. Εξαίρει τη μοναδικότητα και πολυπλοκότητα της ανθρώπινης διάνοιας, εθελοτυφλώντας στους πιθανούς περιορισμούς της.Ο δεύτερος τρόπος προσεγγίζει τα ψηφιακά μέσα όχι απλά σαν εργαλεία, αλλά σαν ''πύλες για το άγνωστο''. Δεν επαναπαύεται δηλαδή στο ήδη γνωστό, αλλά θέλει μέσω των ψηφιακών αυτών δυνατοτήτων να ανακαλύψει καινούριες έννοιες, τις οποίες προηγουμένως δε μπορούσε καν να φαντασθεί.
Οι μηχανές δε σχεδιάζονται μονάχα για να ολοκληρώνουν εργασίες γρηγορότερα και ευκολότερα από ό,τι ο άνθρωπος, αλλά και για να εκτελέσουν έργα που ξεπερνούν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Έτσι, ενώ η συντηρητική προσέγγιση αντιμετωπίζει τα νέα μέσα σαν επεξεργαστές μιάς ήδη καθορισμένης ιδέας, η avant-garde προσέγγιση προτιμά να τα βλέπει σαν επεκτάσεις της ανθρώπινης διάνοιας, αξιοποιώντας τις δυνατότητές τους στο έπακρο. Τι είναι λοιπόν ο αλγοριθμικός σχεδιασμός; Ο αλγοριθμικός σχεδιασμός μέσα από παραμετρικές εξισώσεις και δεδομένα δημιουργεί ''γενότυπους'' οι οποίοι ύστερα μεταφράζονται σε ''φαινότυπους''.Αυτοί υπόκεινται πρωτίστως σε πολυάριθμους ελέγχους και έπειτα επιλέγονται από το σχεδιαστή βάσει προσωπικής εκτίμησης, ώστε τα καλύτερα αποτελέσματα να περάσουν σε δεύτερο στάδιο παρόμοιας διαδικασίας κ.ο.κ. Αυτή η καινοτόμος αρχιτεκτονική, βέβαια, εγείρει σημαντικά και αναπάντητα ερωτήματα. Ποιά η θέση του ανθρώπου έναντι της μηχανής; Ποιά η νέα λογική που ακολουθούμε; Μήπως εξαιτίας της έντονης μορφολογικής διαφοροποίησης δεν καταφέρουμε να δούμε πέρα από την εικόνα, παγιώνοντάς το έτσι ως μία απλή μόδα; Και πώς γίνεται να διεκδικεί παγκόσμια εμβέλεια, όταν εξ ορισμού αποκλείει τη συμβολή των μη τεχνολογικά αναπτυγμένων χωρών;
Ο Patrick Schumacher στο άρθρο του ''The parametricist epoch'' εμφανίζεται αρκετά αισιόδοξος για το μέλλον του παραμετρισμού. Παρουσιάζει το νέο αυτό αρχιτεκτονικό στύλ -που βαφτίστηκε παραμετρικό από την 11η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας- ως το νέο επικρατέστερο παγκόσμιο στύλ. Με μία λιγότερο εκ βαθέων ανάλυση της έννοιας του αλγοριθμικού σχεδιασμού, επικεντρώνεται κυρίως στη μεθοδολογία ανάδειξης και επικράτησης του νέου αυτού ρεύματος, διατυπώνοντας μάλιστα και τις βασικές αρχές του (manifesto). Καταρχάς, τονίζει την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού του όρου ''στυλ'', καθώς αυτός περιβάλλεται πλέον από μία αρνητικότητα, λόγω της λανθασμένης διασύνδεσης του με την πρόσκαιρη, παροδική μόδα. Χρειαζόμαστε τον όρο για να προσδιορίσουμε τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα και να τα επικοινωνήσουμε -εκτός των αρχιτεκτονικών κύκλων- στην υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, το στυλ προσδιορίζεται ως ένα ερευνητικό πρόγραμμα σχεδιασμού που αποκρυσταλλώνει μία ενότητα αρχών. Διαχωρίζει τα εποχικά -κυρίαρχα και σημαίνοντα- στυλ από τα μεταβατικά και τα θυγατρικά. Ο παραμετρισμός για να καθιερωθεί ως κυρίαρχος πρέπει πρώτα να αντιπαρατεθεί στα φαντάσματα του μοντέρνου (μινιμαλισμός και πραγματιστικός μοντερνισμός). Μετά από ένα μεγάλο διάστημα πλουραλιστικής κακοφωνίας, -όπως τη χαρακτηρίζει ο Schumacher- ο παραμετρισμός διεκδικεί να αποτελέσει το κυρίαρχο και καθολικό στυλ.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Λήξη προθεσμίας ανάρτησης της 2ης άσκησης

Η προθεσμία για την ανάρτηση της δεύτερης άσκησης έχει κλείσει. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που δε συμμετείχαν στην άσκηση αυτή μπορούν να συμμετάσχουν στην άσκηση που θα αναρτηθεί τη Δευτέρα 9.1.12.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Σάπκα Ειρήνη - Δάφνη

1_ Η Συστηματική προσέγγιση στον αστικό σχεδιασμό

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, παρατηρείται μια αδυναμία ανταπόκρισης στις νέες -πολεοδομικού χαρακτήρα - σχεδιαστικές απαιτήσεις της εποχής. Η παρουσία ενός χάσματος μεταξύ θεωρίας του σχεδιασμού και σχεδιαστικής πρακτικής γεννά προβλήματα τόσο στις χώρες της Ευρώπης, όσο και της Αμερικής, οι οποίες αναζητούν τη λύση σε ήδη επιτυχημένες επιστημονικές εφαρμογές. Όλη η προβληματική γύρω από τη συστηματική προσέγγιση στον αστικό σχεδιασμό ωθεί το ενδιαφέρον για νέες μεθόδους και τεχνικές.

Τη δεκαετία του ’60 διατυπώνονται οι πρώτες μεθοδολογικές προτάσεις για τη διάρθρωση της σχεδιαστικής διαδικασίας. Κύριο χαρακτηριστικό των πρώτων διατυπώσεων θεωρητικού λόγου για το σχεδιασμό των χωρικών μορφών είναι ο προσανατολισμός σε αναζητήσεις μορφών σχεδιασμού που οδηγούν σε καλύτερα αποτελέσματα. Η διερεύνηση της σχεδιαστικής διαδικασίας συνιστά μια σύγχρονη τομή στη μέχρι τότε σχεδιαστική εμπειρία.

Οι νέες συνθήκες κοινωνικού ελέγχου μέσα στις οποίες αναπτύσσεται και σχεδιάζεται ο αστικός ιστός απαιτούν νέες συνθετικές λειτουργίες. Οι ειδικοί απομακρύνονται από παραδοσιακές στάσεις και εργαλεία σχεδιασμού και υιοθετούν μεθόδους που διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων, το χειρισμό της πληροφορίας και την επίλυση των προβλημάτων μέσα από την οπτική του φονξιοναλισμού.

Παρακάτω θα αναλυθούν οι βασικές αρχές της συστηματικής προσέγγισης στο σχεδιασμό που ορίζουν και οργανώνουν τη δομή του καθώς και η επιστημονική φυσιογνωμία του σχεδιασμού αυτού.

Οι δύο θεμελιώδης αρχές της συστηματικής προσέγγισης στο σχεδιασμό είναι οι ποιότητες: συστηματικότητα και διαφάνεια, τις οποίες ενσωματώνει η σχεδιαστική διαδικασία για να εξασφαλίσει το βέλτιστο αποτέλεσμα.

Η συστηματικότητα και ο ορθολογικός χειρισμός της πληροφορίας προσδιορίζουν τη σχεδιαστική πρακτική. Βασική προϋπόθεση αποτελεί ο εκ των προτέρων καθορισμός και περιγραφή των στόχων, των σκοπών, των επιδιώξεων και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της σχεδιαστικής πρότασης, μέσα από μία αναλυτική διαδικασία. Η ολοκλήρωση της ανάλυσης πριν το σχεδιασμό, εισάγει μια επιστημονική διάσταση στη διαδικασία του σχεδιασμού. Η αναλογία της σχεδιαστικής διαδικασίας με την επιστημονική μέθοδο διαμορφώνει μια δομή που συγκροτείται από τις ανεξάρτητες φάσεις της ανάλυσης, της σύνθεσης και της αξιολόγησης, οι οποίες αλληλοεπηρεάζονται, αλλά αποφεύγεται η παλινδρόμηση. Βασική επιδίωξη, εξάλλου, αποτελεί η γραμμική μορφή της διαδικασίας, η οποία οδηγεί στην χάραξη μιας στρατηγικής εκ των προτέρων, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ελεγχόμενο και αποτελεσματικό.

Η δεύτερη βασική αρχή που διέπει τη συστηματική προσέγγιση είναι η διαφάνεια της σχεδιαστικής διαδικασίας. Με βάση τη λογική αυτή επιτυγχάνεται η αποσαφήνιση των κριτηρίων για τις επιλογές, τις κρίσεις και τις αποφάσεις στις διάφορες φάσεις του σχεδιασμού. Επίσης, η διαφάνεια της σχεδιαστικής διαδικασίας επιτρέπει τον καλύτερο έλεγχο καθώς οι διάφορες φάσεις διατηρούν την αυτονομία τους σε περιεχόμενο πληροφοριών και αποφάσεων.

Ο προσδιορισμός των κριτηρίων, των ιεραρχήσεων και των προτεραιοτήτων εξασφαλίζει ένα κοινό σημείο αναφοράς με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η ομαδική εργασία και συρρικνώνει το χρόνο της μελέτης.

Τα σχεδιαστικά προβλήματα που προέκυψαν τα μέσα της δεκαετίας του ’50 επιζητούν λύσεις στην επιστημονική γνώση και τεχνολογία. Δύο είναι οι κατηγορίες αυτών των προβλημάτων και η πρώτη αφορά στην ποσοτικοποίηση των ποιοτήτων. Οι αναζητήσεις ορθολογισμού, συστηματικότητας και λογικής οδηγούν στη μαθηματικοποίηση όλων των στοιχείων του σχεδιασμού. Το δεύτερο σχεδιαστικόπρόβλημααφορά την ίδια τη διαδικασία σχεδιασμού. Η επιδίωξη συνέπειας μεταξύ των αρχών της διαδικασίας και των προτάσεων σχεδιασμού οδηγεί στην αναζήτηση αντίστοιχων εφαρμογών και θεωρητικών υποθέσεων από άλλους επιστημονικούς κλάδους. Ο προσανατολισμός των συστηματικών προσεγγίσεων προς την επιστημονική γνώση αποτελεί μια εξέλιξη με αφετηρία τη σχολή του Bauhaus.

Οι βασικές στρατηγικές του Bauhaus που τις συναντάμε και στη λογική της συστηματικής προσέγγισης αφορούν την απόρριψη κάθε έννοιας όπως ιστορία, παράδοση, πολιτισμικές αξίες από την αρχιτεκτονική πρακτική και την αντίληψη της σχεδιαστικής πρακτικής σαν διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος.

Σαυτό το σημείο, παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση του μοντέλου ανάλυσησύνθεση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η πρώτη φάση της ανάλυσης επιδιώκει τον προσδιορισμό του προβλήματος και την επίλυση των λειτουργικών απαιτήσεων. Η φάση της σύνθεσης αποτελεί την διαδικασία σχεδιασμού κατά την οποία εμβαθύνεται η ανάλυση, σαν διαδικασία επεξεργασίας στοιχείων, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της συνθετικής διαδικασίας.

Η θεωρητική και μεθοδολογική ανάπτυξη της συστηματικής προσέγγισης στο σχεδιασμό βασίστηκε σε δύο θεωρητικές ενότητες: τη θεωρία αποφάσεων και τη θεωρία συστημάτων. Η πρώτη, κατά την οποία ο σχεδιασμός είναι μια διαδικασία επίλυσης λήψης αποφάσεων, αξιοποιήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστούν ορθολογικές, βέλτιστες απαντήσεις στα σχεδιαστικά προβλήματα. Η δεύτερη υποστηρίζεται από διάφορες τεχνικές προσεγγίσεις και θεωρήσεις με αποτέλεσμα να καλύπτει όλα τα τυπικά ζητήματα της σχεδιαστικής διαδικασίας.

Όσο αφορά το ζήτημα της αντιμετώπισης του προβλήματος της λήψης απόφασης στο σχεδιασμό έχουμε δύο διαφορετικές θεωρήσεις: τη θεωρία συστημάτων και της επιστήμης της συμπεριφοράς. Παρά τις διαφορές τους οι δύο θεωρήσεις δεν αποτελούν δύο ανεξάρτητα ρεύματα σκέψης αλλά ενσωματώνονται, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια κάθε φορά, στις προτάσεις της συστηματικής προσέγγισης του αστικού σχεδιασμού.

Βασική έννοια στην πρώτη θεώρηση είναι τοσύστημα”, το οποίο αποτελεί μία σύνθετη δομή, αποτελούμενη απόαντικείμεναή πολλαπλά δομικά μέρη τα οποία είναι αυτόνομα, με ατομική ταυτότητα και συμπεριφορές, αλλά αλληλεπιδρούν στενά μεταξύ τους. Ο πιο απλός ορισμός του συστήματος, είναι ένα δίκτυο από αλληλεπιδρούσες μεταβλητές. Επίσης το σύστημα ως σύνολο, μέσω των μερών του, μπορεί να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του. Κατά την αλληλεπίδραση αυτή είναι ικανό να δέχεται δευτερεύον πληροφοριακό περιεχόμενο ως εισροή, να το επεξεργάζεται και να αποβάλλει το πληροφοριακό αποτέλεσμα της επεξεργασίας ξανά στο περιβάλλον ως εκροή. Οι εκροές έχουν τη δυνατότητα της παλινδρόμησης μέσα στο σύστημα, με συνέπεια η εκροή να επανατροφοδοτείται στο σύστημα ως νέα εισροή. Η θεωρία συστημάτων είναι ένα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο το οποίο παρέχει ένα ενοποιητικό, φιλοσοφικό πλαίσιο εννοιών για τη μελέτη ολοκληρωμένων συστημάτων, ανεξαρτήτως από τη διάσπαση τους σε μεμονωμένα μέρη και λαμβάνοντας υπ' όψιν τη διαντίδραση μεταξύ των μερών αυτών. Μέσα από ένα κοινό ολιστικό πλαίσιο η θεώρηση αυτή έχει στόχο την ερμηνεία πολύπλοκων προβλημάτων.

Η δεύτερη θεώρηση είναι η μπιχεϊβιοριστική ή θετική θεώρηση. Έρχεται σαν απάντηση στην τυποποίηση των λήψεων αποφάσεων στο σχεδιασμό. Η σχεδιαστική διαδικασία εκλαμβάνεται ως μεταβλητή, μέσα σένα ευρύτεροπεριβάλλονπου δέχεται ερεθίσματα απαυτό και αλληλεπιδρά καθώς χαρακτηρίζεται και από μεταβλητούς και αλληλο-συγκρουόμενους στόχους. Επίσης, οι εναλλακτικές προτάσεις δεν προκαθορίζονται εκ των προτέρων αλλά προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς επηρεάζονται από το οργανωτικό πλαίσιο. Πρέπει να επισημανθεί ότι, ως προς τη μεθοδολογία, αυτή η θεώρηση υπήρξε λιγότερο αυστηρή από τη θεωρία συστημάτων επειδή η ανάλυση της σχεδιαστικής διαδικασίας ήταν έμμεση και επειδή κάθε επέμβαση είχε μοναδικό χαρακτήρα, αποφεύγοντας το χαρακτήρα τουγενικού νόμου”.

Συνοψίζοντας, από τη μία η θεωρία συστημάτων με έναν καθαρά επιστημονικό χαρακτήρα και από την άλλη η μπιχεϊβιοριστική θεωρία με έναν πιορεαλιστικόπροσανατολισμό, αποτελούν τους ρυθμιστές της επιστημονικής φυσιογνωμίας της συστηματικής προσέγγισης.